- ημερολεγδόν
- ἡμερολεγδόν (Α)επίρρ.1. με αρίθμηση τών ημερών2. με μορφή ημερολογίου3. σε συγκεκριμένη μέρα, ακριβώς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)-* + -λεγ-δόν (< λέγ-ω), πρβλ. δια-λεγ-δόν].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἡμερολεγδόν — bycount of days indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημερ(ο)- — (AM ἡμερ(ο) ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με την ημέρα ή έχει διάρκεια μιας ημέρας. ΣΥΝΘ. ημεράλωψ, ημερόβιος, ημεροδανειστής, ημεροκαλλίς, ημερολόγιο αρχ. ημερογράφος, ημεροδρόμης, ημεροδρομώ, ημεροειδής,… … Dictionary of Greek
τείνω — ΝΜΑ 1. τεντώνω (α. «τείνω το τόξο» β. «ὅρα μὴ κατὰ τὴν παροιμίαν ἀπορρήξωμεν πάνυ τείνουσαι τὸ καλώδιον», λουκιαν.) 2. φέρω προς τα εμπρός, προτείνω, προβάλλω (α. «τείνω την κεφαλή» β. «τείνω την χείρα» γ. «ἀσπίδα τείνας», Ανθ. Παλ. δ. «χεῑρας… … Dictionary of Greek